αγιοθύριδο

αγιοθύριδο
το
1. μικρό παράθυρο τού ιερού Βήματος τής εκκλησίας
2. η τοξοειδής κόγχη πάνω από την είσοδο τού ναού, όπου είναι ζωγραφισμένη η εικόνα τού επώνυμου αγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + θυρίδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”